Κάρβουνα

Κάρβουνα
Ονομασία δύο βραχονησίδων. Βρίσκονται στα ανατολικά παράλια της Εύβοιας, κοντά στο ακρωτήριο Οχτωνιά. Η ονομασία τους προέρχεται από το σκούρο χρώμα του εδάφους τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κάρβουνο — το (Μ κάρβουνο[ν] και κάρβωνον) 1. άνθρακας, ξυλάνθρακας, ξυλοκάρβουνο 2. μτφ. ερωτικός πόθος, πάθος («και να γροικού κάρβουνο στσι καρδιές τως», Πανώρ. νεοελλ. 1. κάθε είδος άνθρακα, γαιάνθρακας, λιγνίτης, λιθάνθρακας ή ξυλάνθρακας 2. (στη… …   Dictionary of Greek

  • αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • αναστενάρια — Σύνολο τελετουργικών πράξεων θιασικής λαϊκής λατρείας· οι μύστες αυτής της λατρείας ονομάζονται αναστενάρηδες. Η λέξη προέρχεται από την πρόθεση ανά και τη μεσαιωνική λέξη ασθενάριον. Σήμερα, τα δύο κύρια κέντρα όπου έχουν επιβιώσει τα α. είναι ο …   Dictionary of Greek

  • ανθρακιά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 124 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γρεβενών. * * * και αθρακιά, αθράκα, θράκα, η (AM ἀνθρακιά και Α επικ. ἀνθρακιή) 1. σωρός από αναμμένα κάρβουνα 2. στάχτη από κάρβουνα, καπνιά νεοελλ. η… …   Dictionary of Greek

  • καρβουνιάρης — ο, θηλ. καρβουνιάρισσα (Μ καρβουνιάρης, θηλ. καρβουνιάρισσα και καρβουνάρης, θηλ. καρβουνάρισσα) 1. αυτός που παρασκευάζει κάρβουνα 2. αυτός που πουλάει κάρβουνα, καρβουνοπώλης 3. μτφ. μαύρος από καρβουνόσκονη, από καπνιά, μουντζούρης,… …   Dictionary of Greek

  • καρβουνιάρικος — η, ο [καρβουνιάρης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα κάρβουνα ή στον καρβουνιάρη 2. το ουδ. ως ουσ. το καρβουνιάρικο α) ειδικό ιστιοφόρο ή φορτηγό ατμόπλοιο που προορίζεται για τη μεταφορά ανθράκων ή γαιανθράκων, ανθρακοφόρο β) ανθρακοπωλείο …   Dictionary of Greek

  • καρβούνιασμα — το [καρβουνιάζω] 1. ανθρακοποίηση, απανθράκωση, η καύση τών ξύλων και η μετατροπή τους σε κάρβουνα 2. το μαύρισμα με κάρβουνα, ασβόλωση …   Dictionary of Greek

  • μπρεζέ — τρόπος μαγειρέματος βοδινού ή χοιρινού κρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. braiser «ψήνω στα κάρβουνα» < γαλλ. braise «αναμμένα κάρβουνα»] …   Dictionary of Greek

  • μασιά — η (λ. τουρκ.), η τσιμπίδα για τα κάρβουνα: Ανακάτεψε τα πυρωμένα κάρβουνα με τη μασιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”